Καφενείο
Ξέρουμε τα πάντα αλλά όχι εμάς,
έχουμε για όλους να πούμε έναν λόγο
αλλά δεν είμαστε έτοιμοι να
ακούσουμε κάτι που να μας
τσιμπάει.
Είμαι στο καφενείο,
προσπαθώ να συγκρατήσω τη σκέψη μου
προσηλωμένη σε αυτό που με βασανίζει.
Νωχελικά μου φέρνει τον καφέ
ο σερβιτόρος.
Λερωμένο είναι το ποτήρι του νερού,
αλλά δεν έχω κουράγιο να του πω
να μου φέρει άλλο.
Δίπλα μου δύο γυναίκες συζητάνε,
μιλάνε για τις φίλες τους ή τις
γνωστές τους, δεν μπορώ να καταλάβω.
Είναι παθιασμένες να πουν τα νέα
που ξέρουν.
Παραδίπλα μια παρέα αντρών. Συζητάνε έντονα
για τα πολιτικά, πού και πού αναφέρονται
στα αθλητικά.
Εγώ κοιτάω εμμονικά μια μυρμηγκοφωλιά. Τέλεια
οργάνωση, σταθερός ρυθμός, ασταμάτητη εργασία.
Θα ήθελα για μια στιγμή να μπορούσα
να ήμουν μέλος της ομάδας τους.
Όλα θα ήταν μεγαλύτερα, θα είχα μικρότερες ανάγκες
και δεν θα βασιζόμουν στους ανθρώπους.
Σιγά σιγά το μυαλό μου επικεντρώνεται πάλι στους άντρες.
Μιλάνε απαξιωτικά ο ένας στον άλλο προσπαθούν να
επιβληθούν, λες και αυτό θα τους λύσει όλα τα προβλήματα.
Λες και θα γυρίσουν σπιτι νικητές και θα
έχουν εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους.
Πόση χαμένη ενέργεια, μα πόση.
Ο καφές μισιακός και καμμένος. Κρίμα.
Δύο ρουφηξιές και δεν τις φχαριστήθηκα. Κρίμα.
Σηκώνομαι.
Αφήνω τα κέρματα στο τραπέζι να πέσουν, κάνουν θόρυβο.
Όρθιος, βιαστικά πίνω από το λερωμένο ποτήρι νερό, χλιαρό.
Μαζεύω τα πράγματά μου και ξεκινώ τον κατήφορο προς την αγορά,
να προλάβω να πάρω ένα δύο πράγματα για το βραδινό δείπνο.