1 minute read

Περπάτησα πολύ για να φτάσω σε αυτο το
ξέφωτο.
Οι τσέπες είχαν αδειάσει από αντικείμενα
το σακίδιο μου είχε ένα άδειο μπουκάλι νερό
και τα χέρια μου είχαν ματώσει από την ανάβαση.
Περπάτησα διάολε πολύ
Προσπάθησα πολύ.
Έπεσα, σηκώθηκα, συνέχισα.
Κοιτούσα μπροστά, ποτέ πίσω.
Διάολε ήσουν συνέχεια δίπλα μου
Μάρανες κάθε λουλούδι που έσκυψα να μυρίσω
Βρώμισες κάθε πηγή νερό που συνάντησα
Και τι δεν έκανες διάολε για να με σταματήσεις
Πόση βροχή λάσπης μου έφερες στο δρόμο
Πόσο αέρα αρρωστιάρικο μου έδωσες κόντρα.
Εγώ συνέχιζα Διάολε, βήμα βήμα.
Πάταγα βαριά και κέρδιζα πόντο με το πόντο.
Δεν φοβήθηκα Διάολε να μπουσουλήσω
Δεν φοβήθηκα Διάολε να μασήσω χώμα

Διάολε είσαι συνέχεια δίπλα μου,
μου ψιθυρίζεις “δεν είσαι για τίποτα καλός”
με χλευάζεις “δεν θα καταφέρεις τίποτα”
με σημαδεύεις “είσαι άχρηστος, ένα πέταμα μιας γέννας
μια αποτυχία ανίκανη να αγαπήσει και να αγαπηθεί”.
Και εγώ γέλαγα Διάολε με όλα αυτά,
γέλαγα γιατί δεν είχα να χάσω κάτι, δεν είχες κάτι
να με πληγώσει.
Σαλεμένο μυαλό είμαι Διάολε.
Προχώρησα.
Το βράδυ Διάολε όταν κοιμόμουν
έπαιρνες μορφές
κρυβόσουν στα όνειρα
παρακαλούσες να ασελγήσεις στο κουφάρι μου.
Το πρωί Διάολε μου θύμιζες ότι υπάρχεις
ότι θα είσαι δίπλα μου.

Τελικά Διάολε κατάφερα να βγω στο ξέφωτο.
Νικητής από τους νικημένους
Βρεγμένος από τον πόνο
Ποτισμένος από την άρνηση της αγάπης
Διάολε τότε διάλεξες να μου κάνεις το τραπέζι
να κάτσω δίπλα στους φόβους μου
να κάτσω απέναντι από τους δαίμονές μου
και εσύ στην κεφαλή
Να φάμε όλοι μαζί
Ένα γεύμα βγαλμένο από τα πιο αγνά κομμάτια της ψυχής μου
να χορτάσουν όλοι
να δω την άπληστη όρεξη σας
να σκίζετε τις σάρκες μου
να ρουφάτε κάθε κομμάτι φωτεινό
να αφήνετε στο τέλος ό,τι με έτρωγε από μέσα.

Όμως Διάολε ένα κομμάτι σας ξέφυγε
ένας σπόρος
που δεν τον κουβάλησα ποτέ πάνω μου
το έδωσα με προσοχή και αγάπη στα μικρά μου
Γύρω τους έχτισα μια ασπίδα
δεν έχεις θέση εκεί
Ο σπόρος αυτός ανθίζει
ο σπόρος αυτός ριζώνει
ο σπόρος αυτός θεριεύει.
Ο σπόρος αυτός θα δώσει και άλλους σπόρους
αυτός θα δώσει μια αχτίδα.