Γραφείο Ι
Άνοιξε την πόρτα
το γνωστό τρίξιμο.
Μάσησε και εφτυσε μια καλημέρα
και όποιος άκουσε,
δεν τον ενοιαζε αν απάντησαν,
αν δεν απάντησαν, από μέσα του
έλεγε να πατε να γαμηθείτε.
Ένα
Δύο
Τρία
Τέσσερα
Πέντε
Έξι
Επτά
βήματα και έφτασε στο γραφείο του.
Πρώτος αριθμός, σημαδιακό.
Άφησε τα πράγματά του,
έβγαλε τον υπολογιστή,
το ποντίκι,
σύνδεσε τις οθόνες
και όσο περίμενε να μπουτάρει ο υπολογιστής
πήρε το μπουκάλι του
να το γεμίσει στον ψύκτη.
Περνώντας απο τα κλιματιστικά
είδε οτι τα ειχαν κλειστά.
Μαλάκες που κρυώνουν σκέφτηκε
τα άναψε όλα στους 19 βαθμούς.
Να πάνε να γαμηθούν αν κρυώνουν
να ντυθούν καλύτερα
τι να κάνω εγώ;
να βγάλω το δέρμα μου
να είμαι γυμνός με την πούτσα έξω;
Πάει στον διάδρομο που είναι ο ψυκτης
και μέσα του εύχεται μην συναντήσει
κανέναν.
Ούτε καφέ δεν έχει πιει ακόμα
και τον περιμένει μια συναρπαστική ημέρα
να επαναλάβει μονότονα με ακρίβεια την
καθημερινή ρουτίνα του.
Να περιμένει να τελειώσει η βάρδιά του
να μαζέψει τα πράγματα του όπως όπως
μέσα στη τσάντα
να σηκωθεί να φτύσει ένα καλή συνέχεια
και να φύγει, να παει να συνεχίσει να
πεθαίνει στο σπίτι του.