2 minute read

Ακολούθησα το δρόμο,
τόσα χρόνια στην γειτονια
ποτέ δεν είχα πάει από εδώ.
Ο φούρνος, το ψιλικατζίδικο,
το μανάβικο και το περίπτερο
είναι από την άλλη μεριά.
Σήμερα βγήκα απλά για
να περπατήσω.
Δεν το είχα κάνει άλλη φορά,
για αυτό αποφάσισα να μην
ακολουθήσω τις γνωστές μου
διαδρομές.
Έστριψα από την άλλη μεριά.
Ούτε με το αμάξι είχα περάσει από εκεί,
πώς να περάσω άλλωστε σε ένα τόσο
μικρό στενό; δεν έχει θέση για να
παρκάρω εδώ.
Μόνο αυλές βλέπω, δέντρα με καρπούς
και στην ασφαλτο κατω σημάδια από
κιμωλία.
Εδώ είναι που παίζουν τα μικρά το κουτσό,
το κρυφτό, τα πλακάκια και το κυνηγητό.
Από εδώ λοιπόν ακούγονται κάθε απόγευμα
όλες αυτές οι παιδικές φωνές.
Εδώ είναι το κέντρο της χαράς και της εξερεύνησης.
Οι αυλές μικρές, αλλά γεμάτες.
Ένα στρογγυλό τραπέζι, τέσσερις πλαστικές καρέκλες,
ένα ποδήλατο παρατημένο και δύο μπάλες.
Μια κληματαριά για τον ίσκιο όταν πίνεις τον καφέ σου
και φιδάκια γύρω γύρω για τα κουνούπια.
Πόσο παράτερες φαίνονται με τις πολυκατοικίες
που τις κοιτάνε αφ υψηλού.
Πόσο πνιγμένες φαίνονται μέσα σε αυτό το τσιμέντο,
για πόσα έντομα είναι η όασή τους μέσα σε αυτό
το σκηνικό.
Βαδίζω αργά, δεν με πιέζει κάτι να φτάσω κάπου
σε συγκεκριμένο χρόνο.
Όπως είχε πει και ο ποιητής η διαδρομή έχει σημασία,
έτσι και εγώ χωρίς να έχω προορισμό
διασκεδάζω τις σκέψεις μου με την διαδρομή.
Θα ήθελα να μένω σε ένα τέτοιο σπίτι,
με την μικρή αυλή,
με τα φυτά μου, νοητικά μακριά από τους ανθρώπους.
Μια φυσαλίδα ασφάλειας από τον κόσμο θα ήταν
η αυλή.
Ο δρόμος χωρίζεται στα δύο,
μια ανηφόρα και μια κατηφόρα.
Το ίδιο τοπίο.
Αποφασίζω να πάω προς την ανηφόρα,
δεν ξέρω, ίσως πιο ψηλά να βρω ένα σημείο
να κάτσω. Να δω λίγο τη θέα. Θέα από τσιμέντο
αλλά και έτσι θα εχω ορίζοντα. Θα ανοίξει το μάτι
θα απλωθεί το μυαλό σε ανοιχτοσιά και όχι στο
απένταντι μπαλκόνι που έχει γίνει πλυσταριό και
αποθήκη.
Δεν θα στριμωχτεί και δεν περιοριστεί από τοίχους,
θα τους δει από πάνω.
Ίσως να νοιώσω λίγο όπως τα πετούμενα πώς μας κοιτάνε,
άραγε μας λυπούντε; άραγε μιλάνε για εμάς και λένε
μα πώς μπορούν να επιβιώνουν έτσι.
Ξέρουμε ότι υπάρχει ο ήλιος όχι γιατί τον βλέπουμε
αλλά γιατί βλέπουμε το φως του. Αν τον αντικαταστήσουν
με μια μεγάλη λάμπα,
δε νομίζω να καταλάβουμε διαφορά.
Θα σηκωνόμαστε οταν την ανάβουν να πλυθούμε,
να ετοιμάσουμε τα παιδιά, να τα άφήσουμε στο σχολείο,
να πάμε στη δουλειά και μετά όταν αρχίζουν να τη σβήνουν
θα γυρνάμε πίσω στα σπίτια μας. Αν την κρατήσουν
περισσότερο ανοιχτή για να δουλέψουμε περισσότερο
δεν θα παραπονεθούμε, δεν θα βαρυγκομήσουμε απλά θα το
δεχτούμε. Ε τι να κάνουμε τώρα;
Ωραία είναι εδώ ψηλά, μοναχικά αλλά ωραία.
Μεγάλη τελικά είναι η πόλη μας, γεμάτη κάθε είδους οικοδόμημα,
γεμάτη μέταλλο και μπετόν.
Το αεράκι που νοιώθω δεν το ένοιωθα όσο ήμουν κάτω,
δεν θα μπορούσε να διαπεράσει όλο αυτό το δάσος από κτήρια.
Να ξαναέρθω εδώ,
να το θυμηθώ,
μην το λησμονήσω όπως τόσα που έμαθα εύκολα να λησμονώ.