less than 1 minute read

Και ύστερα έπιασε βροχή,
προσπάθησα να βρω κάπου να
προστατευτώ αλλά μάταια.
Ο κόσμος είχε ήδη στριμωχτεί
κάτω από τέντες,
μέσα σε εισόδους πολυκατοικιών.
Βρεγμένες μάσκες,
χνωτισμένα γυαλιά,
ξεβαμένα πρόσωπα,
ανήσυχα ότι δεν θα πρόλάβουν.
Η βροχή τους είναι εμπόδιο.
Η βροχή τους καταστρέφει την εικόνα,
τα πουκάμισα,
τα παντελόνια,
τα φορέματα,
τα παπούτσια,
τις τσάντες,
τα μαλλιά,
τα σακάκια.
Η βροχή για αυτούς είναι πρόβλημα,
οι χείμαροι στα πεζοδρόμια,
τα σκουπίδια σύγχρονα καραβάκια,
αρμενίζουν μόνα τους πλέον στους δρόμους.
Κοίταξα ψηλά,
κλειστοί οι ουρανοί,
όπως οι καρδιές ημών που τρέχουμε
να προστατευτούμε.
Μία στάλα δεν έχει δύναμη,
δύο στάλες δεν έχουν δύναμη,
χιλιάδες στάλες και γκρεμίστηκε η εικόνα μας.
Σταμάτησαν το χρόνο.
Άλλαξαν τους προορισμούς.
Ανέτρεψαν τα σχέδια της ημέρας.
Καθόρισαν νέα σχέδια.
Βρήκά απάγκιο κάπου,
θα μπορώ από εδώ να χαζεύω τη φύση
να παλεύει με το τσιμέντο,
να διορθώνει τον άνθρωπο.
Ώσπου να βαρεθεί και να μας αφήσει.