1 minute read

Βάλε να ψήνεται ένας καφές,
ένα ποτήρι κρύο νερό
και φέρε τα τσιγάρα να κάτσουμε να τα πούμε.
Δεν θα μιλήσουμε για δύσκολα
ούτε για εύκολα,
απλά θα συζητήσουμε αφήνοντας τον ήλιο
να μας ζεσταίνει με την ματιά του.
Πού θες να κάτσουμε;
έξω στην αυλή;
Πάω να πάρω τα μαξιλάρια για τις καρέκλες,
να είμαστε άνετα.
Άσε μέσα τα ρολόγια και τα κινητά,
δεν θέλω να έχουμε τον χρόνο δίπλα μας.
Έλα κάτσε εδώ δίπλα μου,
να είμαστε κοντά στην τριανταφυλλιά
να μας κεράσει άρωμα και ομορφιά.
Καιρό έχουμε να βρεθούμε ε;
Δεν άλλαξες καθόλου, δεν γέρασες,
δεν αλλοιώθηκες.
Πέρασα αρκετές φορές έξω από το σπίτι,
πάντα σφαλιστό ήταν.
Αγριόχορτα είχε ο κήπος σου,
δεν άκουγα ούτε μουσική ούτε θόρυβο.
Είδα ότι οι λογαριασμοί στην καγκελόπορτα
είχαν μαζευτεί είχαν σβηστεί από τον ηλιο,
ειχαν σκονιστεί και διαλυθεί από τη βροχή.
Ωραίο χαρμάνι έχει αυτός ο καφές, από πού τον
πήρες, δυνατό το καϊμάκι του όπως μου αρέσει.
Έλα να σου δώσω φωτιά, πάρε αργή τζούρα
δεν μας βιάζει κάτι τώρα. Ξέχασες; τον αφήσαμε
τον χρόνο μέσα στο σπίτι. Μετράει αλλά δεν
είναι κάνενας να τον κοιτάει. Ξεφύγαμε.
Λένε ότι τα φυτά όσο τους μιλάς σε ακούνε
και ανταποδίδουν την αγάπη τους, εσύ
πρέπει να τα αγαπάς πολύ βλέποντας πόσο
όμορφα σε ανταμείβουν με τις μυρουδιές και τα
χρώματα τους.
Είχα δουλειές, πολλές. Όλες ήταν σημαντικές,
είχαν σκοπό. Κατανάλωναν τον χρόνο και έπαυαν
τις σκέψεις μου. Μια ανάσα το πρωί και μια εκπνοή
το βράδυ και άντε πάλι από την αρχή.
Είχα δουλειές, πολλές. Δεν σταματούσαν, ποτέ δεν σταμάτησαν
συνέχεια προέκυπτε και κάτι άλλο, συνέχεια
έπρεπε να θυσιάσω και κάτι περισσότερο.
Τι έγινε και δεν έχω τώρα;
Απλά είπα δεν είναι δουλειά μου να έχω πολλές δουλειές.
Χάρηκα που γύρισες.
Πώς πέρασες εκεί που ήσουν; σε πρόσεχαν; είδες νέα πρόσωπα;
Το ξέρω ότι τίποτα δεν συγκρίνεται με εδώ,
αλλά το ξέρεις όταν το χάνεις. Το χάνεις όμως ή το αφήνεις;
Αυτό δεν έχω καταλάβει ακόμα.
Θες να κάτσουμε εδώ μέχρι το βράδυ; Να δούμε πώς είναι τη
νύχτα ο ουρανός από την αυλή; Χαίρομαι.